αποκυώ

αποκυώ
ἀποκυῶ (-έω) κ. -κυΐσκω (AM) [κυώ]
1. γεννώ
2. προξενώ, προκαλώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποκυΐσκω — ἀποκυΐσκω (AM) βλ. αποκυώ* …   Dictionary of Greek

  • κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον …   Dictionary of Greek

  • συναποκυώ — έω, Α παράγω, γεννώ κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκυῶ «γεννώ, προξενώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”